- σύναξιν
- σύναξιςgatheringfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξύναξιν — σύναξιν , σύναξις gathering fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕВХАРИСТИЯ. ЧАСТЬ I — [греч. Εὐχαριστία], главное таинство христ. Церкви, состоящее в преложении (μεταβολή изменение, превращение) приготовленных Даров (хлеба и разбавленного водой вина) в Тело и Кровь Христовы и причащении (κοινωνία приобщение; μετάληψις принятие)… … Православная энциклопедия
EXCOMMUNICATIO — in Ecclesia Israelitica, tribus olim constabat gradibus. Quorum primus in Nov. Test. dictus est, Eiectio e Synagoga, Ioh. c. 9. v. 22. Iudaeis Niddui, i. e. separatio, vel eiectio, aut elongatio: Taliter enim excommunicatus ab omni commercio… … Hofmann J. Lexicon universale
ολιγάνθρωπος — η, ο (Α ὀλιγάνθρωπος, ον) 1. (για χώρα, πόλη) αυτός που κατοικείται από λίγους ανθρώπους, που έχει λίγο πληθυσμό («Σπάρτη τῶν ὀλιγανθρωποτάτων πόλεων οὖσα», Ξεν.) 2. αυτός που σύγκειται, που απαρτίζεται από λίγους ανθρώπους («τὴν σύναξιν ταύτην… … Dictionary of Greek